σκαλιστός — ή, ό σκαλισμένος, λαξεμένος: Έχτισε τους τοίχους με σκαλιστές πέτρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έγκοπτος — ἔγκοπτος, ον (AM) (Μ και ἐγκοφτὸς και ἐγκοφθός, ή, όν) χαραγμένος, σκαλιστός … Dictionary of Greek
ασμίλευτος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι δουλεμένος με τη σμίλη, ο α σκάλιστος 2. (για λόγο) όποιος δεν έχει δουλευτεί προσεκτικά σε όλα τα σημεία του, ανεπεξέργαστος … Dictionary of Greek
εγκολαπτός — ἐγκολαπτός, ή, όν (AM) γλυπτός, σκαλιστός … Dictionary of Greek
λαξευτός — ή, ό (AM λαξευτός, ή, όν) [λαξεύω] αυτός που έχει λαξευθεί, γλυπτός, σκαλιστός («καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν μνήματι λαξευτῷ», ΚΔ) νεοελλ. 1. επιμελημένος, καλοφτειαγμένος 2. (για λόγο) γλαφυρός … Dictionary of Greek
ξεστός — ή, ό (Α ξεστός, ή, όν) (συν. για ξύλο ή για ξύλινα αντικείμενα) 1. αυτός που έχει καταστεί λείος, στιλπνός ύστερα από ξύσιμο 2. σκαλιστός, κατασκευασμένος με ξέση, με σκάλισμα, σκαλισμένος («ξεστὸς ἵππος» ο δούρειος ίππος, Ομ. Οδ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
σμιλευτός — ή, ό / σμιλευτός, ή, όν ΝΑ [σμιλεύω] κατεργασμένος με σμίλη, λαξευτός, σκαλιστός … Dictionary of Greek
τορευτός — ή, ό / τορευτός, ή, όν, ΝΜΑ [τορεύω] αυτός που έχει φιλοτεχνηθεί με την τέχνη τής τορευτικής, γλυπτός, σκαλιστός (α. «τορευτὸν ποτήριον», Μέν. β. «τορευτὸν ἅρμα», Διόδ.) μσν. αρχ. επεξεργασμένος με επιμέλεια, περίτεχνος … Dictionary of Greek
γραπτός — ή, ό 1. ο γραμμένος: Γραπτά μνημεία. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., γραπτά οι γραπτές εξετάσεις: Ο καθηγητής είχε πολλά γραπτά να διορθώσει. 3. ζωγραφισμένος, σκαλιστός: Στην ανασκαφή βρέθηκε μια γραπτή στήλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαξευτός — ή, ό σκαλιστός, γλυπτός: Τα λαξευτά κτίρια της Πέτρας είναι ξακουστά σ’ όλο τον κόσμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)